τρυφηλότητα

τρυφηλότητα
η
καλοπέραση, μαλθακότητα, ακράτεια σε απολαύσεις.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τρυφηλότητα — η, Ν η ιδιότητα τού τρυφηλού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφηλός. Η λ., στον λόγιο τ. τρυφηλότης, μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκ. Δ. Βυζαντίου] …   Dictionary of Greek

  • Σύβαρις — Αρχαία αποικία της Μεγάλης Ελλάδας, που ίδρυσαν τον 8o αι. π.Χ. στη δυτική ακτή του κόλπου του Τάραντα οι Αχαιοί της Πελοποννήσου. Η πόλη βρισκόταν σε απόσταση 3,5 χλμ. από τις σημερινές εκβολές του ποταμού Σύβαρη, όπου εντοπίστηκε από τις… …   Dictionary of Greek

  • συβαρισμός — ο, ΝΑ [συβαρίζω / ιάζω] 1. το να ζει κανείς με τρυφηλότητα, τρυφηλός βίος 2. τρυφηλότητα, ηδυπάθεια, φιληδονία …   Dictionary of Greek

  • τρυφερός — ή, ό / τρυφερός, ά, όν, ΝΜΑ απαλός, μαλακός (α. «το τρυφερό κλωνάρι μόνο να χω», Σολωμ. β. «φιλομηλίτσας τρυφεράς», Πρόδρ. γ. «ταῑς τρυφεραῑς ἡμᾱς χερσὶν ὑπεξέβαλεν», Ανθ. Παλ.) 2. μτφ. α) αβρός, μειλίχιος, στοργικός (α. «έχει τρυφερά αισθήματα»… …   Dictionary of Greek

  • επικουρισμός — ο 1. η ηθική διδασκαλία τού Επικούρου 2. η εφαρμογή τών διδαγμάτων τής διδασκαλίας τού Επικούρου 3. η τρυφηλότητα, ο ευδαιμονισμός (κατά παρερμηνεία τής θεωρίας τού Επικούρου). [ΕΤΥΜΟΛ. < Επίκουρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Κωνστ.… …   Dictionary of Greek

  • θηλυπρέπεια — η [θηλυπρεπής] 1. η γυναικεία συμπεριφορά, η συμπεριφορά που ταιριάζει σε γυναίκα και όχι σε άντρα 2. μαλθακότητα, τρυφηλότητα 3. δειλία, ατολμία, έλλειψη ανδρισμού …   Dictionary of Greek

  • θρύψη — η (Α θρύψις, εως) [θρύπτω] 1. συντριβή, τσάκισμα 2. μαλθακότητα, τρυφηλότητα αρχ. 1. (για αέρα) το σκόρπισμα 2. ασέλγεια, ασωτία 3. καλλωπισμός …   Dictionary of Greek

  • καλομαθαίνω — (Μ καλομαθαίνω) συνηθίζω στην άνεση, στην ευμάρεια νεοελλ. 1. (μτβ.) διδάσκοντας μαθαίνω κάτι σε κάποιον καλά, διδάσκω κάποιον ορθά 2. (αμτβ.) μαθαίνω εύκολα, κατανοώ πλήρως, μαθαίνω κάτι επαρκώς, καλοκαταλαβαίνω («τα μαθηματικά τά καλομαθαίνει») …   Dictionary of Greek

  • καλοπέραση — ἡ [καλοπερνώ] 1. καλή διαβίωση, κυρίως με άφθονα υλικά αγαθά, άνετη ζωή, καλοζωία 2. τρυφηλότητα, χουζούρι, ραχάτι …   Dictionary of Greek

  • μαλθακία — μαλθακία, ἡ (Α) [μαλθακός] μαλθακότητα, τρυφηλότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”